ἀκροθίνιον

ἀκροθίνιον
ἀκρο-θίνιον [θῑ], τό, E.Ph. 282, Th.1.132, Pl.Lg.946b; mostly pl.[suff] ἀκρο-θίνια or [suff] ἀκρό-θῑνα, Pi.N.7.41, al.: sg.[suff] ἄκρο-θις, , acc.
A

-θινα GDI2561

D 47 Rüsch (Delph., iv B. C.): ([etym.] ἄκρος, θίς):—topmost or best part of heap; hence, firstfruits of the field, booty, etc., offered to the gods, Simon.109, Hdt.1.86, 90, al., Pi.l.c., etc.;

ἀ. τῆς Μαραθῶνι μάχης Michel1117

(Delph.); ἀκρόθινα πολέμου, in Pi.O.2.4, of the Olympic games, as founded from spoils taken in war, cf. ib.10(11).57.—Properly neut. Adj., A.Eu.834 ἀκροθίνια θύη offerings of firstfruits. Post-Hom., rare in early Prose.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακροθίνιον — ἀκροθίνιον, το και ἀκροθίνια ή ἀκρόθινα, τα (Α) 1. το ανώτερο ή καλύτερο μέρος από έναν σωρό 2. τα πρώτα γεννήματα τού αγρού, οι απαρχές 3. το καλύτερο μέρος τών λαφύρων που προσφέρονταν στους θεούς 4. φρ. «ἀκρόθινα πολέμου» οι Ολυμπιακοί αγώνες …   Dictionary of Greek

  • ἀκροθίνιον — ἀκροθ̱ίνιον , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόθινα — ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροθινιάζομαι — ἀκροθινιάζομαι (Α) [ἀκροθίνιον] διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακρόθις — ἀκρόθις ( ινος), η (Α) το ἀκροθίνιον* …   Dictionary of Greek

  • ακρόλειον — ἀκρόλειον, το (Α) το ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λεία] …   Dictionary of Greek

  • θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθινίοις — ἀκροθ̱ινίοις , ἀκροθίνιον topmost neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθινίων — ἀκροθ̱ινίων , ἀκροθίνιον topmost neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”